ντόμπρος

ντόμπρος
-α, -ο
1. ειλικρινής, απροσποίητος, ανυπόκριτος
2. σαφής, ευθύς, χωρίς διφορούμενα, κατηγορηματικός
3. το θηλ. ως ουσ. η ντόμπρα
παλιό μουσικό όργανο στη Ρωσία από το οποίο προήλθε η μπαλαλάικα.
επίρρ...
ντόμπρα
με ειλικρίνεια, με θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σλαβ. dobr «καλός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ντόμπρος — α, ο (λ. σλαβ.), ειλικρινής, ευθύς, ίσιος, κατηγορηματικός: Ντόμπρος άνθρωπος. – Ντόμπρα λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξέσκεπος — η, ο 1. ξεσκέπαστος 2. μτφ. απροκάλυπτος, ειλικρινής, ντόμπρος 3. παροιμ. «γεννήθηκα σε σπίτι ξέσκεπο» τά λέω όλα καθαρά και ξάστερα, είμαι ντόμπρος. επίρρ... ξέσκεπα απροκάλυπτα, φανερά, ειλικρινά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το… …   Dictionary of Greek

  • αβέρτος — η, ο 1. ανοιχτός, διάπλατος, ακάλυπτος, άφραχτος 2. (για τα ιστία πλοίου ή ανεμόμυλου) αναπεπταμένος, ανοιχτός 3. ευρύχωρος 4. απεριόριστος, ελεύθερος 5. (για πρόσωπα) α) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος β) ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αδιαμάσητος — ἀδιαμάσητος, ον, (Α) [διαμασῶμαι] 1. (κατά λέξη) αυτός που δεν μασήθηκε 2. (με μτφ. σημ.) απερίφραστος, ντόμπρος …   Dictionary of Greek

  • μονοκόκ(κ)αλος — η, ο 1. (για άνθρωπο ή ζώο) αυτός που αποτελείται κατά κάποιο τρόπο από ένα μόνο κόκαλο 2. δύσκαμπτος, άκαμπτος 3. σκληροτράχηλος, ισχυρογνώμων 4. ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος …   Dictionary of Greek

  • μονοκόμματος — η, ο (Μ μονοκόμματος, ον) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο κομμάτι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) μτφ. α) δύσκαμπτος, άκαμπτος β) ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος γ) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κομμάτι] …   Dictionary of Greek

  • μπεσαλής — θηλ. ού και ίδισσα άνθρωπος που έχει μπέσα, άνθρωπος ο οποίος είναι άξιος εμπιστοσύνης, πιστός στον λόγο του, ευθύς, ντόμπρος («μού αρκεί ο λόγος σου, γιατί είσαι μπεσαλής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μπέσα + κατάλ. λής (πρβλ. παρα λής)] …   Dictionary of Greek

  • ντομπροσύνη — η η ιδιότητα και η συμπεριφορά τού ντόμπρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντόμπρος + κατάλ. σύνη (πρβλ. καλο σύνη)] …   Dictionary of Greek

  • ντρέτο — και ντρίτος, η, ο (Μ ντρέτος και ντρίτος, η, ον) 1. ευθύς, ίσιος 2. (για πρόσ.) ευθύς στον χαρακτήρα και στους τρόπους, ειλικρινής, τίμιος, ντόμπρος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ντρέτο ευθύτητα, ειλικρίνεια. επίρρ... ντρέτα (Μ) 1. ίσια, στην ίδια… …   Dictionary of Greek

  • σκάφη — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”